- ἀκροθίνιον
- ἀκροθ̱ίνιον , ἀκροθίνιονtopmostneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακροθίνιον — ἀκροθίνιον, το και ἀκροθίνια ή ἀκρόθινα, τα (Α) 1. το ανώτερο ή καλύτερο μέρος από έναν σωρό 2. τα πρώτα γεννήματα τού αγρού, οι απαρχές 3. το καλύτερο μέρος τών λαφύρων που προσφέρονταν στους θεούς 4. φρ. «ἀκρόθινα πολέμου» οι Ολυμπιακοί αγώνες … Dictionary of Greek
ἀκρόθινα — ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροθινιάζομαι — ἀκροθινιάζομαι (Α) [ἀκροθίνιον] διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι … Dictionary of Greek
ακρόθις — ἀκρόθις ( ινος), η (Α) το ἀκροθίνιον* … Dictionary of Greek
ακρόλειον — ἀκρόλειον, το (Α) το ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + λεία] … Dictionary of Greek
θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] … Dictionary of Greek
κἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀκροθίνια — ἀκροθ̱ίνια , ἀκροθίνιον topmost neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθινίοις — ἀκροθ̱ινίοις , ἀκροθίνιον topmost neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροθινίων — ἀκροθ̱ινίων , ἀκροθίνιον topmost neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)